χαραδρώδης

χαραδρώδης
ης, ωδές овражистый, пересечённый (о местности)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαραδρώδης" в других словарях:

  • χαραδρώδης — full of gullies masc/fem acc pl (attic epic doric) χαραδρώδης full of gullies masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χαραδρώδης full of gullies masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρώδης — ῶδες, ΜΑ [χαράδρα] γεμάτος χαράδρες αρχ. 1. ο όμοιος με χαράδρα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χαράδρα …   Dictionary of Greek

  • χαραδρώδη — χαραδρώδης full of gullies neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαραδρώδης full of gullies masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαραδρώδης full of gullies masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρῶδες — χαραδρώδης full of gullies masc/fem voc sg χαραδρώδης full of gullies neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρώδεις — χαραδρώδης full of gullies masc/fem acc pl χαραδρώδης full of gullies masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρωδῶν — χαραδρώδης full of gullies masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρώδεσι — χαραδρώδης full of gullies masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»